κεκραγμα

κεκραγμα
    κέκραγμα
    -ατος τό крик Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κεκραγμα" в других словарях:

  • κέκραγμα — κέκραγμα, τὸ (Α) κραυγή, οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

  • κεκράγμασι — κέκραγμα scream neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκράγμασιν — κέκραγμα scream neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκραγμός — κεκραγμός, ὁ (Α) το κέκραγμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ τού κράζω (πρβλ. παρακμ. κέ κραγα) + κατάλ. μός] …   Dictionary of Greek

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»